Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Ναζίμ Χικμέτ - Δε μας σκότωσαν ακόμα...


5 ΟΚΤΩΒΡΗ 1945

Ξέρουμε κ’ οι δύο, αγαπημένη,
μας έμαθαν:
να πεινάμε, να κρυώνουμε,
να πεθαίνουμε στην κούραση
και να ζούμε μακριά ο ένας απ’ τον άλλο.
Δε μας ανάγκασαν ακόμα να σκοτώσουμε
και δε μας σκότωσαν ακόμα.
Ξέρουμε κ’ οι δυο, αγαπημένη,
μπορούμε να μάθουμε στους άλλους:
να αγωνίζονται για τους ανθρώπους,
και κάθε μέρα λίγο πιο βαθιά,
λίγο πιο ωραία
ν’ αγαπάνε...

"Τα ποιήματα των 9-10 μ.μ."

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Living In A Bad Dream

Σύνθεση μουσικής &  Επιμέλεια βίντεο: Τριανταφυλλίδης Σάββας



Ναζίμ Χικμέτ - Μας αιχμαλώτισαν...



26 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1946

Μας αιχμαλώτισαν,
μας έριξαν στη φυλακή:
εμένα μέσα στα τείχη
εσένα έξω απ΄τα τείχη.
Ασήμαντη υπόθεση η δική μας.
Το χειρότερο είναι
να κουβαλάει ο άνθρωπος τη φυλακή μέσα του:
συνειδητά, ασύνειδα…
Έτσι κατάντησαν τους περισσότερους ανθρώπους,
τίμιους, καλούς, προκομένους ανθρώπους,
κι άξιους ν’ αγαπηθούν όσο εγώ αγαπάω εσένα…

"Τα ποιήματα των 9-10 μ.μ."

Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Μια Διαπίστωση


Μια θητεία είναι η ζωή
που ζούμε σου λέω στην ουσία
ίδιος είναι ο κάθε ρόλος
μόνο που αλλάζει ονομασία,
με μισθωτή αγγαρεία μου μοιάζει
αυτό που εσύ το λες δουλειά,
θέλεις δεν θέλεις μπαίνεις στο λούκι
κι ας μην το θες πραγματικά.
Μα είναι τα πράγματα έτσι φτιαγμένα
δε μπορείς να κάνεις αλλιώς
και πάντα περιμένεις στην σειρά σου
πότε θα γίνεις παλιός,
μα αν δεν έχεις το κατάλληλο το μέσο
την σωστή μετάθεση για να πάρεις
θα μείνεις για πάντα ένας νέος
και πάντα θα τρέχεις μα ποτέ δεν θα φτάνεις.
Μέχρι τη στιγμή που θα καταλάβεις
πως δεν είσαι αυτός που θα 'θελες να ήσουν
αντιρρήσεις δεν επιτρέπονται
στο πειθαρχείο μπορεί να σε κλείσουν.
Μη συνεχίζεις άλλο πηγαίνεις για στέρηση εξόδου
στρατιωτάκια πανομοιότυπα στο όνομα της προόδου.

Δε θα μιλήσω για την εξαίρεση
παρά μονάχα για τον κανόνα
μοιάζει ο κόσμος αυτός που ζούμε
με έναν οργανωμένο στρατώνα.
Μόνο που υπάρχει μία αλήθεια
τόσο απλή όσο και σκληρή
απ' τη ζωή βλέπεις κανείς
δεν μπορεί να πάρει αναβολή.

Στεκόμαστε όλοι προσοχή
χωρίς να ξέρουμε γιατί
λίγοι γλιτώνουνε το χακί
και άλλοι το 'χουνε μέσα τους μια ζωή!
Κι αυτοί που ξέφυγαν
πάντοτε θα πληρώνουνε κάποιο τίμημα
άλλοι στην απομόνωση,
άλλοι τρελοί, δεν τίθεται ζήτημα.
Κι έτσι λοιπόν κυλάνε οι μέρες
χωρίς καμιά αλλαγή
οι μέρες γίνονται μήνες,
οι μήνες χρόνια, μια ολόκληρη ζωή.
Κοίτα πως πέρασαν, λες,
μοιάζουν σαν να 'τανε χτες, χρόνια χαμένα
που 'ναι τα όνειρα πες
σίγουρα όμως δεν είναι εκπληρωμένα.
Εγκλωβισμένοι σε μια πόλη
που όλοι είναι βολεμένοι, τι απομένει
πες μου πώς να γνωριστούνε
πέντε εκατομμύρια ξένοι
συνωστισμένοι, σαν νεοσύλλεκτοι
που δεν ξέρουν τι τους περιμένει,
στ' αλήθεια λοιπόν πες μου τι συμβαίνει.
Μήπως πρέπει να συμβιβαστώ
και να μην μιλήσω, άδεια να ζητήσω
ή να τ' αφήσω όλα πίσω
ποτέ να μην γυρίσω και να λιποτακτήσω.
Το ξέρω υπάρχουν και αυτοί
που τα 'χουν καταφέρει με κόπο και αγώνα
μα δεν αναφέρομαι στην εξαίρεση
παρά μόνο στον κανόνα.



Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

Μ. Μπρεχτ - Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου (απόσπασμα)


ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΨΗΛΑ
θεωρούνε ταπεινό να μιλάς για το φαί.
Ο λόγος; έχουνε
κι όλας φάει.

Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο
χωρίς να 'χουνε δοκιμάσει
κρέας της προκοπής.

Πως ν' αναρωτηθούν πουθ΄ έρχονται
και που πηγαίνουν; Είναι,
τα όμορφα δειλινά,
τόσο αποκαμωμένοι.

Το βουνό και την πλατιά τη θάλασσα
δε τα 'χουνε ακόμα δει
όταν σημαίνει η ώρα τους.

Αν δε νοιαστούν οι ταπεινοί
γι αυτό που είναι ταπεινό
ποτέ δε θα υψωθούν.

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΔΕ ΔΕΙΧΝΕΙ ΑΚΟΜΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ.
Οι μήνες όλοι, όλες οι ημέρες
είναι ακόμα ανοιχτές. Κάποια απ' αυτές
θα σφαγιστεί μ' ένα σταυρό.

ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΓΙΑ ΨΩΜΙ.
Οι έμποροι φωνάζουν γι αγορές.
Οι άνεργοι πεινούσαν. Τώρα
πεινάνε κι όσοι εργάζονται.
Τα χέρια που ήταν σταυρωμένα, σαλεύουν πάλι:
Φτιάχνουν οβίδες.

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΑΡΠΑΝΕ ΤΟ ΦΑΙ ΑΠ' ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
κηρύττουν τη λιτότητα.
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσίματα
ζητάν θυσίες.
Οι χορτάτοι μιλάν στους πεινασμένους
για τις μεγάλες εποχές που θα 'ρθουν.
Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
λεν πως η τέχνη να κυβερνάς το λαό
είναι πάρα πολύ δύσκολη
για τους ανθρώπους του λαού.

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΨΗΛΑ ΛΕΝΕ: ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
είναι δύο πράγματα ολότελα διαφορετικά.
Όμως η ειρήνη τους κι ο πόλεμος τους
μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα.

Ο πόλεμος γεννιέται απ' την ειρήνη τους
καθώς ο γιος από τη μάνα.
Έχει τα δικά της
απαίσια χαρακτηριστικά.

Ο πόλεμος τους σκοτώνει
ό,τι άφησε όρθιο
η ειρήνη τους.

ΟΤΑΝ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΨΗΛΑ ΜΙΛΑΝΕ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ
ο απλός λαός ξέρει
πως έρχεται ο πόλεμος.

Όταν αυτοί που είναι ψηλά καταριούνται τον πόλεμο
οι διαταγές για επιστράτευση έχουν υπογραφεί.

ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ, ΜΕ ΚΙΜΩΛΙΑ ΓΡΑΜΜΕΝΟ:
«Θέλουνε πόλεμο».
Αυτός που το 'χε γράψει
έπεσε κι όλας.

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΨΗΛΑ ΛΕΝΕ:
Να ο δρόμος για τη δόξα.
Αυτοί που είναι χαμηλά λένε:
Να ο δρόμος για το μνήμα.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ
δεν ειν' ο πρώτος. Πριν απ' αυτόν
γίνανε κι άλλοι πόλεμοι.
Όταν ετέλειωσε ο τελευταίος,
υπήρχαν νικητές και νικημένοι.
Στους νικημένους, ο φτωχός λαός
πέθαινε από την πείνα. Στους νικητές
ο φτωχός λαός πέθαινε το ίδιο.

ΣΑΝ ΕΡΘΕΙ Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ, ΠΟΛΛΟΙ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ
πως επικεφαλής βαδίζει ο εχθρός τους.
Η φωνή που διαταγές τους δίνει
είναι του εχθρού η φωνή.
Κι εκείνος που για τον εχθρό μιλάει
είναι ο ίδιος τους ο εχθρός.

ΝΥΧΤΑ
Τ' αντρόγυνα
ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους. Οι νέες γυναίκες
θα γεννήσουν ορφανά.

ΣΤΡΑΤΗΓΕ, ΤΟ ΤΑΝΚ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟ ΜΗΧΑΝΗΜΑ
Θερίζει δάση ολόκληρα, κι εκατοντάδες άντρες αφανίζει.
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:
Χρειάζεται οδηγό.

Στρατηγέ, το βομβαρδιστικό σου είναι πολυδύναμο.
Πετάει πιο γρήγορα απ' τον άνεμο, κι απ' τον ελέφαντα σηκώνει
βάρος πιο πολύ.
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:
Χρειάζεται πιλότο.

Στρατηγέ, ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ.
Ξέρει να πετάει, ξέρει και να σκοτώνει.
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:
Ξέρει να σκέφτεται.

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012

Νικόλας Άσιμος - Το τροχοφόρο


Δε μπαίνω σε λεωφορείο. Δε τα μπορώ. Δε γίνομαι ψάρι σε κονσέρβα εγώ. Γι αυτό και δεν πολυμετακινούμαι. Και κόλλησα Εξάρχεια. Και πηγαίνω με τα πόδια. Το προτιμάω με τα πόδια. Και στου διάολου τη μάνα με τα πόδια, κι ας έχω και το πιτσιρίκι. Πάντως τυχαίνει και το παραβαίνω τούτο δω καταναγκαστικά, καμιά φορά.

Όπως και τότες που θυμάμαι μπήκα μια φορά στον ηλεκτρικό καπνίζοντας τσιγάρο. Πετάγεται μια κλώσσα, μια καρακάξα γκιόσα και μου λέει να το σβύσω γιατί απαγορεύεται. “Κυρία μου”, της λέω, “εάν σας ενοχλεί το τσιγάρο θα το σβύσω, γιατί δε θα το ‘θελα ποτέ να ενοχλώ το διπλανό, αλλά ετούτο το «απαγορεύεται» ποτέ δεν το κατάλαβα, ποτέ μου δε το χώνεψα. Καθότι το μυαλό μου είναι λειψό και φτάνει μέχρι τόσο. “Απαγορεύεται”, μου λέει, “Είναι διαταγή εκ της Αστυνομίας”, και “θα καλέσω την Αστυνομία, χίπυ, αλήτη, γύφτε βρωμερέ. Και μίασμα της κοινωνίας”.

Και τότες άναψα και ‘γω κι αφού το είπα φωναχτά πως δε τα χάφτω τούτα εγώ, και πως δε δέχομαι Αστυνομία ‘γω, παπάδες, δικαστές, καθηγητές και βάλε και δε μπορεί μια κλώσσα, μια καρακάξα γκιόσσα να με καταστείλλει και την παρακαλώ να το βουλώσει, γιατί είμαι και τρελλός με δίπλωμα κι αν αυτή έχει την τσιρίδα εύκολη εγώ σαν θέλω ουρλιάζω σαν τον Ταρζάν.
Είπα αυτό που ήτανε, είπα την αλήθεια. Μόνο που την έριξα κατάμουτρα, πως ήτανε μια κλώσσα, μια καρακάξα γκιόσα.

Και πέσανε επάνω τα θηρία, όχι στη γκιόσσα αλλά σε με, να προστατέψουν δυστυχώς το ασθενές, και την τιμή και την υπόληψη της κυρίας καρακάξας, της οποιαδήποτε κατίνας με μουνί, κι  ας ήτανε η ίδια θωρηκτό, διπλή στα κιλά από εμέ.

Αλλά τι να περιμένεις από αυτούς που δε το βρήκαν το μουνί ποτές, παρά μονάχα στο μπουρδέλλο και περιμένουν στην ουρά και χύνουνε σε δυο λεπτά. Όπως και τότε που τους βάζαν στο στρατό να γαμάνε τα τσουβάλια και να φωνάζουν όλοι τους στρατιωτικά το πως καυλώνουνε μ’ αυτά και χύνουνε για την πατρίδα. Της πατρίδας μας η παρθενιά και τα τσουβάλια. Και έγραψε ο Καλιαρντάρης ο Πετρόπουλος εκείνο το “Μπουρδέλο” και τρέχουν όλοι μα όλοι παλαβοί να το αγοράσουνε. Όπως ανοίγουνε σαν παλαβοί τα αθλητικά για να διαβάσουν τον αγώνα, που τον είδαν με τα μάτια τους, τον είδαν και τον ξέρουν. Όλοι στο τριπ του δύστυχου του σκύλου... με το κουδουνάκι και το φαί. Με το κουδουνάκι σας μαντρώνουν.
Θαυμάζω το κουράγιο σου τυχαία άσχετη πουτάνα. Εσύ καταναγκάστηκες κι αντί να είσαι πιο καθαρή από την άλλη τη λεχρή μικροαστή τη φεμινίστρια κουφάλα την “καταπιεσμένη” που έδεσε το γάιδαρο και υπανδρεύθη και στέλνει το χαμάλη για δουλειά, και δεν πλένει και τα πιάτα, διότι της είναι ταπεινωτικό, και τον βάζει και τα πλένει αυτός καμιά φορά και πάντα είναι κουρασμένη στο κρεβάτι και τον στέλνει στο μπορντέλλο.
Τουλάχιστον εσύ ξαλαφρώνεις έστω κι έτσι αυτόν τον φουκαρά μα και μαλάκα φυσικά. Αλλά κρίμα δυστυχώς για σένα και για μένα δε συμβαίνει ούτε αυτό. Γιατί σαν πέρασα τυχαία μια φορά έξω απ’ το μπορντέλλο, είπα με τους φίλους και τις φίλες μου να μπω στο έτσι για την πλάκα για να δω τι γίνεται. Αλλά σε βρήκα  δυστυχώς και σένα με στολή, φορούσες φόρμα γκριζωπή. Φαίνεται την είδες όπως όλοι τη δουλειά πολύ εργατικά.

Αλλά ας επανέλθω. Επειδή τους είπα πως είμαι ο Ταρζάν, και ήμουν ο Ταρζάν εκείνη τη στιγμή, το επεισόδιο έληξε ειρηνικά και κάπνισα και ειρηνικά και το τσιγάρο, και το ‘σβησα στο πάτωμα. Αλλά το πράγμα δεν έληξε εδώ, γιατί δε βρέθηκε κανένας να καπνίσει. Ούτε να πάρει θέση. Και υπήρχαν και φρικιά εκεί και υπήρχαν και κομμουνιστές και υπήρχαν και αναρχικοί. Όλοι τους μουρμούρηδες βουβοί.    
Αλλά τι να περιμένεις από τα ψάρια. Τα ψάρια τα κλεισμένα σε κονσέρβα.

Πάντως το επεισόδιο μου θύμισε πολύ τους Κρητικούς. Όπου σ’ όλα τα λεωφορεία της γραμμής κρεμάσανε ταμπέλα “Απαγορεύεται το κάπνισμα”. “NO SMOKING” κτλ.
Και σου πετάνε τα μπαγκάζια απ’ τους σταθμούς, γιατί δε δέχονται σκουπίδια αλητών εκεί. Και είναι προοδευτικοί, και είναι μάγκες και αλάνια. Κι έχουνε και σουγιάδες, ρόπαλα και πυροβόλα όπλα, αλλά κινδυνεύεις να σε καθαρίσουν γιατί η κόρη σου κυκλοφορά χωρίς βρακί κι ας είναι τέσσερων (4) χρονώ, και φαίνεται τους άναβε τα αίματα! Τόση τους είναι η στέρηση η σεξουαλική. Και είναι προοδευτικοί! Όπως οι νέοι εκλεγμένοι Δημαρχιακοί που τα κατάφεραν κι αυτοί να περιφράξουν τις πλατείες και τα πάρκα (Πλάκα και αλλαχού). Και να διώξουν τους αλήτες από κει και ν’ ανάβουνε και φώτα στο Μουσείο.

Αλλά τι κάναμε εμείς. Καθίσαμε και τα φάγαμε. Και δεν αντέδρασε κανείς σε τούτο το ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ...
Όπως και τότε που τα έβαλα με κνίτες, ολόκληρο στρατό,
και τους έλεγα πως δεν αρκούν “Να έρθετε τρακόσιοι για να με διαλύσετεε” και σύ μου κράταγες το μπράτσο και ψιθύρισες “Ησύχασε τα πράγματα δεν είναι ακόμη ώριμα”.
“Ώριμα; Μα πότε θα ‘ναι ώριμα; Πότε υπήρξαν ώριμα;” Κάντο λοιπόν, άδραξε τη στιγμή και κάντο τώρα για πάντα και ποτέ. “Αύριο; Μα δεν υπάρχει αύριο! Θα ‘χεις πεθάνει αύριο! Αύριο η φλόγα σβύνει!...

Απο το βιβλίο "Αναζητώντας κροκανθρώπους"

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Τα πάντα ανέχεσαι… άμοιρε γείτονα


Όταν χορταίνουν οι ποιητάδες
αλλάζουν ρότα κι όλες οι αράδες που ξεφουρνίζανε
(κάποιοι βαθαίνουν στον μικρό τους εαυτό)

Όταν σωπαίνουν τραγουδιστάδες
σιχαίνομαι όλες τις Έλλάδες που εσύ φαντάστηκες
(μα τι να κάνω πια δε μπορώ)


Όταν γεμίζουνε οι φυλλάδες
κρύβεται πίσω απ’ τις συστάδες, ψέμα με υπόσταση
(κι όνειρα σκοτώνονται άπιαστα)


Όταν ακούς στα ραδιόφωνα
δικαστές που έχουν μικρόφωνα, φώναξε “ΕΝΟΧΟΣ”!
(μπροστά στις βρώμικες φωνές)
έτσι χαλιούνται για όσα σκάρωσαν
και ξενερώνουν που δε σε σταυρώσαν· χάνεται ο έλεγχος
(μ’ ακόμα φταις)


Όταν φοβάσαι το αφεντικό σου,
ξέρεις ποιο είναι το μερτικό σου, γι’ αυτό μη βιάζεσαι
(είσαι σαν όλα τ’ άβουλα σώματα)


Όταν του διάολου δεις το χέρι,
κάπου προσεύχονται καλογέροι, μόνο για πάρτη τους
(με δανεικές προσευχές)
Κι όταν μιλάνε οι δεσποτάδες,
σκάβουν στη κόλαση χαραμάδες, βγάζουν το άχτι τους
(γεννιούνται μόνο ένοχες)


Όταν μιλάς για λευτεριά,
κοίτα και λίγο απ’ τη μεριά, εδώ που βρίσκεσαι
(η σκέψη για ελευθερία είναι ανθός)
Μπορεί να σου ‘βγαλαν τις χειροπέδες,
όμως σου κρέμασαν τρεις τενεκέδες κι ούτε που θίγεσαι
(η ελευθερία όμως, είναι καρπός)


Κι όταν θα μοιάζεις με τάφου πλάκα
να μη σ’ ακούσω ποτέ μαλάκα να μου κλαίγεσαι
(κι αναρωτιέμαι πως θα σε γλίτωνα)
Γιατί καυχιέσαι ότι έχεις τρόπο
να επιβιώνεις σ’ αυτόν τον τόπο
τα πάντα ανέχεσαι… άμοιρε γείτονα



Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Κατερίνα Γώγου - Δε γίνεται να σηκωθώ


Δεν μπορώ. Δε γίνεται να σηκωθώ. Δεν κοιμάμαι.

Ξημέρωμα. Στερητικά.
Βαριά. Πολύ. Εκ γονιδίου η χαρμάνα. Η ψυχολογική.

Σεντόνια ύπνου αργά θροΐζουνε
αργά με τυλίγουνε
πολύ σιγά με πάνε
διάφανα σχήματα
Νορμιζόν
ρευστές μορφές
ρευστά σχήματα περνούνε
ήρεμα μεταξύ τους χαϊδεύονται
μέχρι να σταθεροποιηθούν σουβλερά σαγόνια
σατανικών πεθαμένων.

Όχι. Κρυώνω. Ζεσταίνομαι.
Καυτό πάγο στους κροτάφους μου βάζουν ν’ ανακουφιστώ…

Κοίτα! Μαμά, κοίτα! Γελάνε!
Πως λάμπουν τα δόντια τους! Α… χρυσές μασέλες φοράνε!
Πως δεν τους τις έκλεψαν. Κατοχή έχουμε. 1940…
Σε λίγο, μαμά, θα γεννηθώ. Κι ο πατέρας
στην αυλή, κάτω στον βοτανικό, με τη μάνικα
με μεγάλη πίεση, με το νερό, θα με πνίξει…
Πλάι μου, με γυρισμένη την πλάτη
να μην τηνε δώ, η Παναγία μου κάνει πως κοιμάται…

Στο νερό που φοβάμαι έρπω…

Πνίγομαι.
Γι αυτήν μόνο.

Καθρεφτίζομαι στον καθρέφτη
ηδονίζομαι με το στόμα μου
που ‘χει κολλήσει στ’ αυτί μου.
Άλλο τίποτα. Τίποτ’ άλλο δε βλέπω.
Η όρασή μου: στόμα κι αυτί.

Φύσα, μαμά
μαμά, φύσα… φ… φ…
φύσα να σβήσει το κόκκινο φως
ψηλά στην πόρτα
στον θάλαμο
στο καμαρίνι
εκείνο σου λέω το φως
στη Σελήνη μου.
Μου σηκώνει κύματα οργής
κύματα πανικού
σβήσ’ το τώρα
τώρα, μαμά.

Οι νοσοκόμοι κοιμούνται.


"Με λένε οδύσσεια", 2002

Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

Κατερίνα Γώγου - Ξημέρωμα της άλλης μέρας. 4 και 10’


Δεν κοιμάμαι. Στερητικά. Βαριά. «Ψυχολογική χαρμάνα».
Η μητέρα μου, δε σας το’πα, είναι η Παναγία.
Κάνει πως κοιμάται…
Σέρνομαι στο μπάνιο. Γι’ αυτήν. Μόνο γι’ αυτήν.
Κάθομαι κάτω απ’ το παγωμένο νερό.
Το στόμα μου έχει στραβώσει. Κοιτάω στον καθρέφτη.
Δε βλέπω.
Έχασα και την όραση.

Αυτό το ταξίδι ξέρω. Να πεθαίνω
Και ν’ ανασταίνομαι.

Συμβουλές να πάω σε πνευματικό. «Είμαι δαιμονισμένη»!
Μεσαίωνας. Είμαι γι’ αυτούς
Που κάνανε τσάρκα τουριστική στο Σινά
Και στ’ Άγιον Όρος
Είμαι μάγισσα. Αχ, θεούλη μου
Ας με κάψουνε πρώτη.

Αλήθεια, γιατί δε γερνάω;
Η αιωνία νεότης! Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ.

Τα κόκκαλά μου;
Σαν να πλακώσανε όλοι οι ζητάδες Αθηνών και προαστίων.

"Με λένε οδύσσεια", 2002 

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Κατερίνα Γώγου - Θα γεννηθώ


1940. Σε λίγο. Θα γεννηθώ.
Και είκοσι πέντε ημερών, πίσω απ' τις παλιές σιδερογραμμές
στο σινεμά "Λαού". Βοτανικός εκεί. Μεταξουργείο. Κολωνός.
Πάλι πατέρας
με φροντίδα περισσή
στην αυλή
με πίεση στη μάνικα
θα φροντίσει να πάω από πνιγμό
γιατί ως γνωστόν
ήμουνα κορίτσι.
Απέναντι απ' το σπίτι μας
γκαράζ που το' χαν Γερμανοί
κι η μάνα μου έβαζε κινίνο στις ρώγες
να μη θηλάζω άλλο.
Μου είπε περήφανη πως το κατάλαβα
και το πρώτο το έφτυνα.
Όμως δεν έτρωγε
δεν είχε γάλα άλλο
όμως ήμουνα από πάντα μου μόνη μου

ήθελα εκεί να κοιμόμουν!

Τι θα γινόμουν άραγε, θεέ μου
αν δε μου ‘χες δώσει δώρο θυσίας
την ποίηση;
Από που, πως νεκρή ζωντανή, εδώ θα κρατιόμουν;

"Με λένε οδύσσεια", 2002

Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι - Επίκαιροι αμίλητοι



Την ώρα που αεροκοπανάνε οι άρχοντες
περί δημοκρατικής τάξης,
ανάμεσά μας οι αμίλητοι ζούνε.
Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί,
οι ηγεμόνες δυναμώνουν,
ξεσκίζουν, βιάζουν, ληστεύουν,
των ανυπόταχτων τα μούτρα τσαλακώνουν.
Ετούτων των αμίλητων το πετσί,
περίεργα θα ’λεγες είναι φτιαγμένο.
Τους φτύνουνε καταπρόσωπο κι αυτοί σκουπίζουνε σιωπηλά
το πρόσωπο το φτυσμένο.
Να αγριέψουνε δεν το λέει η ψυχούλα τους,
και που το παράπονό τους να πούνε;
Απ’ του μισθού τα ψίχουλα, πώς να αποχωριστούνε;
Μισή ώρα, κι αν, βαστάει το κόχλασμά τους,
μετά αρχινάνε το τρεμούλιασμά τους.

Ει! Ξυπνήστε κοιμισμένοι!
Από την κορυφή ως τα νύχια ξεσκεπάστε τους,
άλλο δε μας μένει.


Πηγή: www.poetrybar.blogspot.gr