Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Σε σκοτεινούς καιρούς - Μπέρτολτ Μπρεχτ


Δε θα λένε: Τον καιρό που η βελανιδιά τα κλαδιά της ανεμοσάλευε.
Θα λένε: Τον καιρό που ο μπογιατζής τσάκιζε τους εργάτες.

Δε θα λένε: Τον καιρό που το παιδί πετούσε βότσαλα πλατιά στου ποταμού το ρέμα.
Θα λένε: τον καιρό που ετοιμάζονταν οι μεγάλοι πόλεμοι.

Δε θα λένε: Τον καιρό που μπήκε στην κάμαρα η γυναίκα.
Θα λένε: Τον καιρό που οι μεγάλες δυνάμεις συμμαχούσαν
ενάντια στους εργάτες.


Μα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί
Θα λένε: Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;

(1937)

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Με το ζερβό...


Γεννήθηκα και πήγα σχολείο πάνω στη Χούντα
με δασκάλους και παπάδες δοχεία συγκοινωνούντα,
ψυχές σαβανωμένες, θεόρατες σκιές
στου έθνους του αθάνατου τις μυρμηγκοφωλιές.

Μαζική παραγωγή, κρέατα ντόπια στο τσιγκέλι,
όμως μας φύλαγαν εξόριστοι αγγέλοι.
Ρόζοι στα παιδικά μας χέρια απ' του δασκάλου το ξύλο
που έβγαζε μίσος στον εχθρό και περηφάνια στο φίλο.

Η γραφή με το ζερβό άνοιγε τραύματα,
ξομολογήσεις σε δοσίλογους παπάδες και θυμιάματα.
Τα προσκοπάκια με τα μπλε σωβρακάκια
γινήκαν μπάτσοι που ξεσπούσαν σε προσφυγικά σπιτάκια.

Είναι όλα ίδια, παππού, κι ας αλλάξαν όψη
ντροπή μεγάλη στου σπαθιού την τρομερή την κόψη
που όσο κι αν κόψει κεφάλια, γλώσσες και χέρια
ποτέ του δε θα φτάσει να κόψει από τ' αστέρια.

Είναι όλα εδώ παππού, τον ίδιο κύκλο κάνουν,
πλανιούνται οικτρά πως ποτέ δε θα πεθάνουν.
Σκέψη κοινόχρηστη, θαμμένη σε τόπο επώνυμο
κι έτσι το χώμα που έχεις μπει δεν είναι γόνιμο.

Κάνε με σου 'χα πει μεγάλη μπόρα
να τους πνίξω όλους μέσα στη δικιά τους σαπίλα,
σου 'πα να με κάνεις δράκο
να σας φυλάω απ' τους φασίστες, μονάχα εγώ.
Πάντα σου ζήταγα να φτιάξεις ένα ασπρόμαυρο σακάκι
να φοράω με της "Αυγής" τα φύλλα.
Παππού, μάθε με, σου 'λεγα για να τους τη σπάω,
να γράφω με το ζερβό.

Είναι όλα ίδια, μάστρο Μίκη, ίδια γελάνε οι φοβισμένοι,
ίδιος ο λήθαργος, ίδιοι κι οι πλανεμένοι.
Ίδια κι εύκολα το τίποτα ακόμα αλλάζει χρώματα,
ο χρόνος ράβει μ' ίδια λόγια τα στριφώματα.

Στα χώματα για λίπασμα οι πρώτοι νεκροί,
ζωντανοί οι πονηροί, βαλσαμωμένοι καιροί.
Ίδια ακούνε οι γειτόνοι τη φωνή σου,
θα ξέχναγα ό,τι σκάρωσα για ένα κρασί μαζί σου.

Στο ίδιο μέρος που ξερνάν, πάνε και στέκονται,
δεν αντιστέκονται, τα πάντα δέχονται, τα ίδια φίδια έρπονται.
Αφορισμένοι οι άτακτοι κι οι πρόσφυγες
από τους άπληστους, νευρωτικούς αυτόχθονες.

Ίδια όπως τ' άφησες παππού, σφιχτά και αποπνικτικά,
ίδιο συμπεθεριό, ίδια ελαφρυντικά.
Μάτια στραμμένα σ' αποκλίνοντες κυκλώνες,
σάπιοι αιώνες με μπουντέλια αρχαίες κολώνες.

Τρελοί χειμώνες, κι αυτή εδώ η πιο παράξενη ράτσα
κάνει την ίδια ειρωνική και βαριά γκριμάτσα
-δήθεν καπάτσα- τη βλέπω, και την είδες από παιδί
ψάχνω ό,τι έψαχνες μια πορφυρένια γη…


Με το ζερβό - Active Member


Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Μανόλης Αναγνωστάκης - Φοβάμαι


Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.


Νοέμβρης 1983