Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Τέρμα - Κώστας Βάρναλης




Εδώ, π’ ανταμωθήκαμε, αδερφοί,
δεν είναι πλατωσιά μηδέ κορφή,
μήδ’ άκρα του πελάου και τ’ ουρανού.
Το βάθος είναι τ’ άσωτου Κενού.

Δεν πέσαμε μονάχοι στ’ αναιώνια
σκοτάδια. Μας γκρεμίσαν τα τελώνια
της Ανομίας, οι «πρώτοι» του λαού,
κάθε λαού, καινούργιου ή παλαιού.

Ήλιος εδώ να φτάσει, ανάσ’, αχός
δεν αφήνει των πλούσιων ο Θεός
και στον Απάνου Κόσμο από τον Κάτου
οι βόγκοι ν’ ανεβούνε του θανάτου.

Τη σάρκα μας τη σάπισε η λασπιά τους,
μα την ψυχή μας πιότερο η ψευτιά τους.
Πουλημένα κοπάδια, νύχτα μέρα
για δικά τους πεθαίνουμε συφέρα.

Ασήμαντοι, χυδαίοι, μηδενικοί
κάναν την οικουμένη φυλακή.
Πέτρα δεν είν’ απάνου να πατήσει
το θύμα, όσο ψηλότερα να φτύσει!

- Πώς εδώθε να βγούμε; - Όχι ένας ένας!
Όλοι μαζί και μοναχός κανένας!
Σα φτάσ’ η εσχάτη ανάγκη να σωθείς,
ενωμένος Λαός θα σηκωθείς.


Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Στη Χώρα Των Λωτοφάγων - Σ.Γραμμένος & Χ. Θηβαίος




Θυμάμαι έναν παππού να λέει ιστορίες
κρατώντας μες στα χέρια του παλιές φωτογραφίες
πως έφυγε στα είκοσι πήγε στη Γερμανία
δούλευε σ' εργοστάσια κοιμότανε στα κρύα.

Πως έφτασε λαθραία ως την Αμερική
να μένει σε ένα υπόγειο μαζί με άλλους δέκα
γνώρισε όλους τους λαούς που υπάρχουν στη γη
απ' το Κονγκό τη Σαϊγκόν τ' Αλγέρι και τη Μέκκα.

Λάντζα στην Αμέρικα
στην Γερμανία εργάτης
τα μάτια σου τα γέρικα
πληγές μιας βόλτας σκάρτης.

Και είχε να μου λέει χιλιάδες ιστορίες
για υπόγειους τεκέδες για στέκια γι αλητείες
πως πέρασε τα χρόνια του και φύγανε τα νιάτα
πως τα λιμάνια πέρναγε και πόσα έπλυνε πιάτα.

Τον είδα αρκετές φορές πλατεία Βικτορίας
εκεί όπου τον γνώρισα τ' απόγευμα μιας Τρίτης
τα ενενήντα κόντευε και λόγο ευγενείας
σίγουρος είμαι πως ποτέ δεν ήτανε αλήτης.

Πάνε δυο χρόνια που έφυγε μα εγώ δεν θα ξεχάσω
τις ιστορίες του πάππου που τον ελέγαν Τάσο
πως είχε πάντοτε μαζί φαί και λίγες παστες
κι έλεγε για τ' αδέρφια μου εδώ τους μετανάστες.

Σε ξένα μέρη άγνωστα
σε γράφανε σε λίστες
τώρα κοιτάς τα άρρωστα
τα εγγόνια σου φασίστες.





Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

Όνειρο Μέσα σ’ ένα όνειρο - Edgar Allan Poe




Δέξου το φιλί αυτό στο μέτωπο!
Και, φεύγοντας μακριά σου τώρα,
Έτσι άφησέ με να ομολογήσω-
Ότι δεν έχεις άδικο, εσύ που θεωρείς
Ότι οι μέρες μου υπήρξαν ένα όνειρο:
Κι όμως κι αν η ελπίδα έχει πετάξει μακριά
Σε μια νύκτα, ή σε μια μέρα,
Μέσα σε μια οπτασία, ή σε καμιά
Είναι ως εκ τούτου λιγότερο χαμένη;
Όλα όσα βλέπουμε ή ό,τι φαινόμαστε
Δεν είναι παρά ένα όνειρο μέσα σ’ ένα όνειρο.

Στέκομαι μεσ' το βρυχηθμό
Μιας κυματοδαρμένης ακτής,
Και μεσ' το χέρι μου κρατώ
Κόκκους απ’ τη χρυσαφένια άμμο-
Πόσο λίγοι! Κι όμως πώς γλιστρούν
Μεσ’ απ’ τα δάκτυλα μου προς την άβυσσο,
Ενώ θρηνώ- ενώ θρηνώ!
Ω Θεέ! Δεν μπορώ να τους συγκρατήσω
Με μια πιο σφιχτή λαβή;
Ω Θεέ! Δεν μπορώ να γλιτώσω
Μονάχα έναν απ’ το ανηλεές κύμα;
Είναι όλα όσα βλέπουμε ή ό,τι φαινόμαστε
μόνο ένα όνειρο μέσα σ’ ένα όνειρο;