Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Active Member - Το τελευταίο τους χαρτί είναι η πείνα κι οι ναζί...


Γεμίσαμε φιλάνθρωπους τώρα στη φτώχεια και στη πείνα
ουρές μεγάλες τα συσσίτια στην Αθήνα
ξαμολημένα τα σκυλιά του έθνους εξαγοράζουν
ντύνουν, ταΐζουν και συνάμα τρομάζουν

Η αλληλεγγύη έπιασε γκόμενο τον φόβο τους, είδες;
μοιράζουν τις πατάτες μαζί με τις πατρίδες
και εσύ απελπισμένε μασάς στο ύστερο του τρόμου
τους χαρίζεις το βασίλειο του δρόμου

Λαός λερός και στα βάσανα ακόμα πιο λερός
πόσο θα ήθελα να μην ήσουν μίζερος
να προτιμάς καρφωμένο πισώπλατα μαχαίρι
παρά ένα πιάτο φαγητό από ενός φασίστα το χέρι!




Το τελευταίο τους χαρτί είναι η πείνα και οι ναζί
για να σε πείσουν στην ανάγκη να διαλέξεις μαγαζί
όλα τα καθάρματα το στήσαν μαζί μα αργεί
ακόμα η ώρα που για να χαρούν οι σκυλογιοί…


Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Γώγου - "εδώ η ζωή μας ταύρος με καρφωμένα χιλιάδες φασιστικά μαχαιράκια"



8

Σάπια. /Σάπια θέματα/ μουχλιασμένοι τόμοι ύπουλες βιβλιοθήκες
λέξεις τσανακογλύφτες λέξεις δούλες / στημένες μηχανές
λέξεις κομπίνες
εδώ η ζωή μας ταύρος με καρφωμένα χιλιάδες
φασιστικά μαχαιράκια
ξερνάει μαύρα τα αίματα μας
και σεις ζωγραφίζετε νεκρές φύσεις
σε κλιμακτήριες εκδόσεις να κονομάει ο ΕΟΤ.
Κόμματα – σημεία στίξης
οικολογία – αρχαίοι πρόδρομοι μας δείχνουν δρόμους
μονάχα με την όπισθεν
παραχωμένοι σε βαθιούς λάκκους οι καλοί
δημόσια έργα και τζίφρες επιφανών
περνάνε άσφαλτο πάνω τους
ένα μεγάλο στρογγυλό κουτί σαν κάλπη η γη
να ρίχνουμε την ψήφο μας
ό,τι χρώμα και να παίρνει η σαλαμάντρα
δεξιά είναι
Κάτι ψόφιες γαζίες αναλάβανε την άνοιξη
οι ρίζες δεν είναι για να γυρίζουμε πίσω
είναι για να βγάζουνε κλαριά
άμα δε βγάζουνε
είναι παλούκια καυσόξυλα
οδοφράγματα Μπροστά Μπροστά κι άλλο!
τόσο θέλει
απ’ την υποταγή στην εξέγερση
απ’ το όλοι ή κανένας
απ’ το όλα ή τίποτα
και μείς / μας μπάζουνε απ’ την είσοδο υπηρεσίας
στο πόδι τρώμε τ’ αποφάγια τους
παλιομοδίτικο φουλάρι φοράμε στο λαιμό μας
την ψόφια γάτα του πολιτισμού
τώρα δεν είμαι μονάχη μου πια
έχω έπιασα επαφή
δε φοβάμαι κανένανε
καμώνομαι πως ζω αυτή τη ζωή κι ετοιμάζω την άλλη
μέρα ντάλα μεσημέρι θ’ αρπάξω πινέλα και κουβά
θα σηκώσουμε τα πλακόστρωτα
θα κάνω μια μεγάλη βροχή με προκηρύξεις
συνθήματα προτροπής
σφαίρες – λέξεις στο χαρτί
γράμματα με πέτσες κι αίμα
η ποίησή μας ψυχοσωματική –
κανένας σας πια δε μπορεί να μας χωρίσει
και τη ζωή μου
κι όποιος κοτάει ας κάνει προς τα δω χειροβομβίδα
με τραβηγμένη περόνη.

"Ιδιώνυμο" 1980


Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

Το κατάλαβες ανόητε νοικοκυραίε;



Το κατάλαβες ανόητε νοικοκυραίε; Σήμερα που ξύπνησες στο νοικοκυρεμένο σου σπίτι, θυμήθηκες να ξεπλύνεις τα αίματα απ’ τα χέρια σου; Τα αίματα ενός παιδιού γύρω στα 30 που το έλεγαν Παύλο Φύσσα; Τα αίματα ενός παιδιού που θα μπορούσε να είναι το δικό σου, να το 'χει το όνομά σου. Τα αίματα μιας κοινωνίας που άνοιξε διάπλατα τις πύλες της στον φασισμό και τα ανθρωπόμορφα κτήνη που τον εκπροσωπούν.

Το κατάλαβες ηλίθιε τιμωρέ του σάπιου πολιτικού συστήματος; Ο πέλεκυς της τιμωρίας που θεώρησες ότι έριξες στην κάλπη, πέφτει τώρα πάνω στον αυχένα σου κι έχει το πρόσωπο του φόβου και της σιωπής. Βέβαια! Τι πιο εύκολο από το να τιμωρήσεις τους κλέφτες που τα έφαγαν, αναθέτοντας σε μία συμμορία τη βρώμικη δουλειά και καθήμενος εσύ με σταυρωμένα χέρια. Βρέθηκε ο ένοχος, βρέθηκε κι ο «τίμιος», μπουκωμένος στεροειδή, τιμωρός του, κι εσύ ησύχασες, λυτρώθηκες κι άραξες να δεις στην τηλεόραση το δράμα να ξεδιπλώνεται. Μόνο που ξέχασες πολίτη – τιμωρέ της πλάκας, πως η συμμορία κάθε άλλο παρά να τιμωρήσει το σύστημα επιδιώκει. Η συμμορία θα βρίσκεται στην πόρτα σου σε χρόνο μηδέν, να σου ζητά τον λόγο για κάθε τι διαφορετικό που σε ορίζει.

Το κατάλαβες γελοίε Ελληνάρα; Εσύ που επέλεξες στα εύκολα τους εχθρούς σου, τους ενόχους, τους βάρβαρους, τους ξένους που σου κλέβουν τις δουλειές. Εσύ που κρυφογέλασες σαν άκουσες για μία Μανωλάδα, για ένα Πέραμα και για πολλά ακόμη σκοτεινά κι ανήκουστα «τυχαία» περιστατικά που νόμιζες πως δεν σε αγγίζουν εσένα τον αγνό Έλληνα.

Κι όμως… Το κτήνος που έθρεψες αθώε νοικοκυραίε, δεν θα χορτάσει με το αίμα των απίστων και των αλλοδαπών. Πολύ σύντομα θα ξερογλειφτεί και για το αίμα οποιουδήποτε τολμήσει να αντισταθεί, να διαφωνήσει, να μιλήσει, να τραγουδήσει… Πολύ σύντομα θα μυρίσει και το δικό σου αίμα.


Ιάσονας Κάντας

ΈΧΟΥΜΕ ΠΟΛΕΜΟ μη το γελάς μωρό μου...





Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Όταν κοπάζει ο θόρυβος - Τίτος Πατρίκιος




Για το ψωμί το δίκιο την αλήθεια, ίσως και να μη φτάνει μια ζωή.
Μα τη ζωή μου την ένιωσα ζωή μες στον αγώνα, αδέλφια.
Και για να μάθω να μιλώ, όταν ο τρόμος τα στόματα βουβαίνει
να μάθω να ανορθώνομαι, όταν θεριεύει ο θάνατος
για να μπορώ τα ίδια τα λάθη μας να αντέχω
πόσες αδυναμίες έπρεπε να κατανικήσω,
με πόσες πρέπει κάθε στιγμή να αντιπαλεύω.
Όμως μονάχα τούτη την αδυναμία, συγχωρήστε μου,
όταν κοπάζει ο θόρυβος και μένω μοναχός
με ένα μου αγαπημένο πρόσωπο,
για την αγάπη του που ολόκληρος διψάω δεν μπορώ ν’ αγωνιστώ.
Αν την επιδιώξω τη χάνω.
Αν τη διεκδικήσω τη σκοτώνω.
Αδέλφια μου συγχωρήστε με, μα η αγάπη που πιο βαθιά γυρεύω,
πρέπει να μου δοθεί μονάχη.


Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες - Νίκος Εγγονόπουλος


«Αλήθεια - των αδυνάτων αδύνατο
ποτές δεν εκατάφερα να καταλάβω /
αυτά τα όντα που δεν βλέπουνε
το τερατώδες κοινό γνώρισμα τ’ ανθρώπου /
το εφήμερο της παράλογης ζωής του
κι ανακαλύπτουνε διαφορές
γιομάτοι μίσος διαφορές
σε χρώμα δέρματος /φυλή / θρησκεία»




Απόσπασμα από το βιβλίο «Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες», 1978 
Πηγή: http://www.unhcr.gr

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα (Διάφανα Κρίνα)



Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα
στεκότανε κοντά στη φωτιά
και δυο μαύρα πουλιά της φέρναν μηνύματα
από μια αγάπη παλιά: " ποτέ πια " !





Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Η ανορεξία της ύπαρξης - Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ


Δεν πεινάω, δεν πονάω, δε βρωμάω
ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω
κάνω πως γελάω
δεν επιθυμώ το αδύνατο
ούτε το δυνατό
τα απαγορευμένα για μένα σώματα
δε μου χορταίνουν τη ματιά.
Τον ουρανό καμιά φορά
κοιτάω με λαχτάρα
την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του
κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται
στη γοητεία της νύχτας.
Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.
Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή∙
αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.
Απλώνεται πάνω στη γη
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται.
Ναι, τώρα θέλω να κλάψω
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.

"Η ανορεξία της ύπαρξης", 2011




Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Κάθε Άνθρωπος Μια Ξεχωριστή Ιστορία - Χρόνης Μίσσιος




Ξέρουν γράμματα, διαβάζουν, γράφουν και δεν καταλαβαίνουν ποτέ πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος, είναι μια ολόκληρη ιστορία.
Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως όταν ο άνθρωπος ξαναποκτήσει την ανθρωπιά του, όταν ξαναρχίσει να δημιουργεί ανθρώπινο πολιτισμό, να γράφει πια την ιστορία κάθετα, όχι για λαούς και για μάζες, αλλά για τον Παύλο, για τη Ρηνιώ, για την Ελένη, για το μαστρο-Στέφανο, τότε μοναχά οι άνθρωποι θα ξέρουν τι κοστίζει η ιστορία, τι κοστίζει η συμμετοχή, τι θα πει η φράση «εκατό χιλιάδες νεκροί» ή «βασανίζεται ένας άνθρωπος σε κάποια ασφάλεια». Τότε οι άνθρωποι θα ξέρουν τι θα πει φυλακή, τι σημαίνουν τα πολιτικά λάθη.






Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Γιάννης Αγγελάκας - Η Αυτοκρατορία των Ανάπηρων



Κοιτάζομαι προσεκτικά στον καθρέφτη.
Ένα μεταλλικό πολύχρωμο ελατήριο
στη θέση της γλώσσας
μπαινοβγαίνει ρυθμικά μέσα-έξω στο στόμα μου.
Όσο το παρατηρώ τόσο ομορφότερο μου φαίνεται
διαλύοντας και τις τελευταίες υποψίες μου.
Θεέ μου εκείνο το σαρκώδες τερατούργημα που μου χάρισες
ναι και καλά γλώσσα
το ξεφορτώθηκα.
Όταν δεν το χρειάζεται κανείς καλύτερα να το κόβει.
Στην αρχή σου φαίνεται άβολο
αλλ’ όμως σαν κοιτάζεσαι στον καθρέφτη
χίλιες φορές πιο όμορφος πιο ελαφρύς
αποζημιώνεσαι για τα καλά.
Περνάω όλες σχεδόν τις ελεύθερες ώρες μου μπροστά στον
        καθρέφτη.
Κοιτάζοντας κάθε καινούργιο μου εξάρτημα
το διασκεδάζω μέχρι να εξαντληθώ πραγματικά.
Τα μάτια μου αναβοσβήνουν χρώματα
με τα πρωτότυπα εσωτερικά τους φωτοκύτταρα.
Δεν δακρύζουν πια
έχε γεια αποκρουστικό πρώην βάσανο.
Με τους ακουστικούς ηλεκτρονικούς ρυθμιστές μου
τ’ απογεύματα
ανεβάζω την ένταση όλων αυτών των χαρούμενων ήχων
που στέλνουν στ’ αυτιά μου
οι γλυκόγκριζοι καμπούρηδες απ’ το δρόμο
καθώς βολτάρουν με τ’ ανοξείδωτα κουρδιστά ποδαράκια
τους
ανοιγοκλείνοντας μαγνητικά βλέφαρα
τιτιβίζοντας σα σεληνιακά πτηνά με τα γλωσσικά τους
ελατήρια.
Δεν μπορώ να το κρύψω.
Νιώθω την τέλεια έξαψη του να μη μπορώ να ‘μια πια
δυστυχισμένος.
Ζω σε μια γλυκιά πατρίδα.
Ζω στην Αυτοκρατορία των Ανάπηρων.



Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Γιάννης Αγγελάκας - Αχ έρωτα



Γυρνά το βλέμμα του
Κι από μακριά
Πίσω απ’ τις ράχες των άστρων
Βλέπει το θάνατο κομψά να ανατέλλει
Λέει
Θ' ανοιγοκλείσω τα μάτια μου
Και θα τον εξαφανίσω
Τα κλείνει τ' ανοίγει
Και βρίσκεται με μιας
Στην αγκαλιά του


Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Σόνια - Κατερίνα Γώγου


Έγειρε το χλωμό κεφάλι της μ’ ένα λυγμό
κι αποκοιμήθηκε
για πάντα
Πάνω της ο ουρανός ορεινός
άγονο τοπίο - σκοτεινός -
πέτρες μόνο και βράχια κι ούτε βροχή….
Νύφη εσύ με πασαλειμμένο το στόμα σου κόκκινο
τούλια χέρια λιωμένα δαντελωτά
προσφέρανε ικετευτικά
ένα ματσάκι κρινάκια
Γύρω στο χώμα οι φίλες σου
θλιμμένες και βαμμένες υπερβολικά
σουρσίματα αλλόκοτα κάνανε
σαν για να τις προσέξουνε
και παίξουν σε κάποια ταινία
Να αυτό το δαχτυλίδι ποίημα παιδικό
Λόγος Τιμής
αυτή την ώρα που οι Μελλοντικοί
το πέταγμα των αετών μαθαίνουν
αυτή την ώρα που το κούτελό σου
δείχνει εκείνο που δε φαίνεται
την ίδια πάντα ώρα
που οι ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΦΑΛΤΣΕΤΕΣ
τους Διαφορετικούς σκοτώνουν…

"Απόντες", 1986

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ... - Κώστας Καρυωτάκης



Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ' τ' όνειρο και κείθε απ' τη γη!
Οταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιώνια πληγή.

Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νοιώθουμε τ' άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.

Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο, με χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ

νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ' ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να 'χουμε, τι να 'χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ' έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!


“Ελεγεία και Σάτιρες”, 1927





Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Κακή φωτιά - Κωστής Παλαμάς




Εγώ είμ' εδώ ανυπόταχτος και παραστρατισμένος
εγώ δαγκώνω με θυμό της φτώχειας το ψωμί,
νόθος της τέχνης είμ' εγώ και της ιδέας διωγμένος
από μιαν έγνοια ο νους θολός, δαρμένο το κορμί.

Ο λύχνος μου στης ιερής μελέτης το τραπέζι
σαν ένα νεκροκάντηλο στα μάτια μου αχνοπαίζει
όλα πολέμια κρύα βιβλία, κοντύλια και χαρτιά.
Με καίει κακιά φωτιά.

Εμέ η ζωή μου πλάνεμα και η γέννηση μου λάθος
το λόγο δεν ορέγομαι, δεν ξέρω το ρυθμό
σέρνουν εμένα δυο άλογα, τ' αράπικο το πάθος
και τ΄ αφροστάλαχτο όνειρο μπορεί και στο γκρεμό.




Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Εγώ απλώς ήθελα...




Ένας άγγελος
μου έδωσε τα φτερά του
για να πετάξω.

Δεν είχα που να πάω
και του τα γύρισα πίσω.

Ούτε άγγελοι μου χρειάζονταν
ούτε φτερά.

Εγώ απλώς ήθελα να περπατήσω
στο πλάι εκείνης
που μου έκοψε τα πόδια.




Δημήτρης Ε. Σολδάτος

Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

Δίκαια κυνηγημένος - Bertolt Brecht



Σαν πλουσιόπαιδο μεγάλωσα.
Οι γονείς μου κολάρο
μου φόρεσαν, μ’ έμαθαν
υπηρέτες νά ‘χω
και μου διδάξανε την τέχνη να δίνω διαταγές. Οταν
μεγάλωσα όμως, κι ολόγυρά μου κοίταξα,
δε μ’ άρεσαν οι άνθρωποι της τάξης μου,
ούτε να διατάζω και να μ’ υπηρετούν.
Τότε, την τάξη μου απαρνήθηκα και για συντρόφους πήρα
τους ταπεινούς ανθρώπους.

Ετσι
οι γονείς μου έναν προδότη ανάστησαν, του μάθανε
όλα τους τα κόλπα, κι αυτός
τα μαρτυράει στους εχθρούς τους.

Ναι, κάνω βούκινο τα μυστικά τους. Στέκομαι
στον απλό λαό ανάμεσα, και του εξηγώ
πως τονε κοροϊδεύουν. Και προμαντεύω τι θα γίνει, γιατί
ξέρω καλά τα σχέδιά τους
(χαμένη δε πήγε δα η εκπαιδευσή μου)
Τα Λατινικά του πουλημένου τους παπαδαριού
τα μεταφράζω λέξη - λέξη στην απλή τη γλώσσα, και
τότε βλέπεις μονομιάς τι κουραφέξαλα είναι. Κατεβάζω
τη ζυγαριά της Δικαιοσύνης τους και δείχνω
πως είναι κάλπικα τα ζύγια της. Και οι χαφιέδες τους τρέχουνε
και τους λένε
πως κάθομαι μαζί με τους κατατρεγμένους
που ετοιμάζουν επανάσταση.

Να φρονιμέψω, μου μήνυσαν. Και μου πήραν
ό,τι με τη δουλειά μου είχα κερδίσει. Κι επειδή μυαλό δεν έβαλα,
με κυνήγησαν, ψάξανε το σπίτι μου, αλλά
δε βρήκανε
παρά χαρτιά, που ξεσκέπαζαν
τις συνωμοσίες τους ενάντια στο λαό. Τότε
ξαμόλυσαν εντάλματα
κατηγορώντας με πως έχω ιδέες χυδαίες, με άλλα λόγια:
τις ιδέες του «χυδαίου όχλου».

Όπου κι αν πάω, στιγματισμένος είμαι
στων δυνατών τα μάτια. Μα οι αδύναμοι
διαβάζουν τα εντάλματα και
άσυλο μου δίνουν λέγοντας:
«Εσένα σε κυνηγάνε
για δίκαιο σκοπό» 


1938