Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Κική Δημουλά - Άφησα να μην ξέρω


Από τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη
Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:
δεν έλυσα κανένα.
Ούτε κι αυτά που θελαν να πεθάνουν
πλάι στα παιδικά μου χρόνια:
έχω ένα βαρελάκι που 'χει δυο λογιών κρασάκι.
Το κράτησα ως τώρα
αχάλαστο ανεξήγητο,
γιατί ως τώρα
δυο λογιών κρασάκι
έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν.
Συμβίωσα σκληρά
μ' έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει
και δεν τον ρώτησα ποτέ
ποιας φωτιάς γιός είναι,
σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.

Δεν του λιγόστεψα του κόσμου
τα προσωπιδοφόρα πλάσματα του,
του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριο
με θυσία και με στέρηση.
Με το αίμα που μου δόθηκε
για να τον εξηγήσω.
Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια
και σκεπασμένη πρόθεση
έτσι το δέχτηκα
κι έτσι το αποχωρίστηκα:
με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.
Αίνιγμα δανείστηκα ,
αίνιγμα επέστρεψα.
Άφησα να μην ξέρω
πως λύνεται ένα χθες,
ένα εξαρτάται,
το αίνιγμα των ασύμπτωτων.
Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω,
ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.

Ούτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως
να σε διακρίνω.
Στάθηκα Πηνελόπη
στη σκοτεινή ολιγωρία σου.
Κι αν ρώτησα καμιά φορά πως λύνεσαι,
πηγή είσαι ή κρήνη,
θα 'ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα
που, Πηνελόπες και όχι,
μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού
για να δοξάζεται το αίνιγμα
πως μένουμε αξεδίψαστοι.
Από τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Αναμάρτητη:
αξεδίψαστη.
Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη.


“Tο λίγο του κόσμου”, Α´ εκδ. 1971, Β´ εκδ. Στιγμή, 1994
Πηγή: εδώ

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Κάνεις το λάθος, να κάνω τον Χριστό; - Φίλιππος Άγγελής



Μην κοιμηθείς ακόμα.
Μην κλείνεις τα μάτια σου τόσο νωρίς
κι από τον κόσμο σου
μια ώρα αρχίτερα με σπρώχνεις.

Ξέρεις πόσες νύχτες ξόδεψα να σε περιμένω
κάτω από αυτό το ταβάνι
που απόψε και τους δυο μας σκεπάζει
και παράλογα μας κρύβει
από το φώς των αστεριών και το φεγγάρι;
Το φεγγάρι - που πολύ θα χαιρόταν να μ’ έβλεπε μαζί σου.
Σαν κουρασμένο μου φάνηκε την τελευταία φορά˙
χρόνια και χρόνια εκεί επάνω κρεμασμένο
να προσπαθεί μάταια να φωτίσει
τόση γκρεμισμένη ανθρωπότητα
με τέτοια δύστροπη ψυχή.

Ξέρεις πόσο αβάσταχτα γίνονται όλα εδώ μέσα
όταν λείπεις;
Τίποτα δεν είναι αγαπημένα ίδιο.
Τη δυσκολία να υπάρχω μόνος μου
με πράγματα που άγγιξες
την ξέρεις;

Φαντάστηκες ποτέ
την απόλυτη μοναξιά των χεριών μου
όταν τραβούν τά παράθυρα
για να υποδεχτούν το σκοτάδι
και τη δύναμη που χρειάζεται
να ζεις με μια απώλεια;

Σκληρό που είναι
να ξυπνάς το πρωί και να ψάχνεις
μια παρουσία να ευχηθείς «καλημέρα».
Και να μη βιάζεσαι να γυρίσεις από τη δουλειά
γιατί δεν σου βρίσκεται κάποιος
να προσδοκεί την επιστροφή σου…

Ξέρεις
πού πηγαίνει ο ρωτας όταν χάνεται;
Πίσω από ποιόν θάνατο
πάει και συντονίζεται
για την εφήμερη την φύση του
να κλάψει;
Μια αλήθεια που να μη σκοτώνει τη χαρά
που μου δίνει το καθαρόαιμο το ψέμα σου
- μήπως ξέρεις;

Μην κοιμηθείς ακόμα.
Μην κλείνεις τα μάτια σου τόσο νωρίς
κι από τα όνειρά σου
έξω πάλι με αφήσεις.
Μην κοιμηθείς ακόμα˙
και τη σιωπή σου ας τρέμω
έτσι όπως εμμένεις
να μη μου απαντάς…

Μην κάνεις τάχα πώς λυπάσαι.
Τη σπούδασα καλά την απογοήτευση.
Περήφανα σηκώνει το σταυρό σου
που ορθόδοξα επάνω του
θα πας να καρφωθείς.


“Το αγαπημένο παιδί της μοναξιάς” 
Πηγή: εδώ

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Πως τολμάς και νοσταλγείς τσόγλανε;


Μικρά ποιήματα του Γιάννη Αγγελάκα απο τη συλλογή:
“Πως τολμάς και νοσταλγείς τσόγλανε;”, 1999



ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ
Η σχιζοφρένεια είναι μια υγιής αντίδραση της ψυχής
και του πνεύματος ενάντια στη σταθερή και ανελέητη
εξουσία του χρόνου


ΓΙΑ ΤΟ ΦΟΒΟ
Κι ο πιο μεγάλος φόβος μου φοβάται
μην και δεν τον φοβηθώ


ΕΙΔΑ ΕΝΑΝ ΑΝΤΡΑ ΝΑ ΠΕΦΤΕΙ
Είδα έναν άντρα να πέφτει
όμως δεν πρόλαβα να κάνω ευχή


ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΓΙΟΡΤΗ
Ποιος καίγεται απόψε
και μύρισε η πόλη αγάπη;


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΑΝΟΛΟΚΛΗΡΩΤΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Καταραμένη γυναίκα,
μου ‘μαθες πολλά
δεν πρόκειται να σ’ το συγχωρήσω ποτέ.


ΕΚΤΡΟΦΕΙΟ ΑΝΑΓΩΓΩΝ ΣΚΙΩΝ
Να παραιτηθούν οι νεκροί
από το δικαίωμα για ζωή.


ΜΙΑ ΕΥΧΗ
- Κάνε μια ευχή με μια λέξη
— Όχι πόνος
- Μα αυτές είναι δύο
- Στ' αρχίδια μου

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Σάλια, μισόλογα και τρύπιοι στίχοι



Άτιτλα ποιήματα του Γιάννη Αγγελάκα απο τη συλλογή:


Όλη μέρα εδώ
Γεμίζω αδειάζω τασάκια
Γεμίζω αδειάζω κουράγιο
Γεμίζω αδειάζω έρωτα
Τίποτα δεν πρέπει να γεμίζει
Πάνω από τα όρια του
Διαφορετικά ξεχειλίζει
Λερώνει
Σε βάζει σε μπελάδες

~~~

Ήρθαν τα τριαντάφυλλα κι οι πρόσχαρες μέρες
Οι πόρτες δεν τρίζουν κι αδίκως οι λεπίδες προσμένουν ακόνισμα
Το μαύρο πλάι στο κόκκινο δίχως δεύτερες σκέψεις
       αρμονία μοναχά τίποτ’ άλλο
Οι φλόγες το κακό σπέρμα κι η οδύνη εγκλείστηκαν διά παντός
       σε στοιχειωμένους καταψύκτες
Η μέρα ευλογεί τη νύχτα και κείνη μπρος της υποκλίνεται
      εξαγνισμένη
Ήρθαν τα τριαντάφυλλα κι οι πρόσχαρες μέρες
Ηδονικά οι λεπτοδείκτες ολιγωρούν εντός μας
Μονάχα οι άγιοι φτιάχνουν ουρές έξω απ’ τα φαρμακεία
Υπνοστεντόν-Ταβόρ-Υπνοστεντόν
Τώρα φλυαρούν για το δικαίωμα στον ύπνο

~~~

Τα περιστέρια πάνω στα ετοιμόρροπα περβάζια
Δε φαίνονται να νοιάζονται
Για βασιλιάδες αυλικούς και κουρελιάρηδες
Είμαι με τα περιστέρια
Κι αν η Αφρική ειν’ όπως λεν
Ένα καζάνι που βράζει
Προτιμώ να πνιγώ στην κόκκινη σταγόνα απόγνωσης
Που στέλνει ο αέρας
Μέσα από τις φυλακές γυναικών
Ίσια από τα στήθη της Λευκοθέας

~~~

Αληθινό είναι ό,τι σπαταλιέται
δίχως εμφανείς λόγους
Ό,τι εκσφενδονίζεται στο μηδέν
δίχως ουρές και ίχνη
Ό,τι υπάρχει από σύμπτωση
δίχως να καυχιέται γι’ αυτό
δίχως να νοιάζεται αν θα μπορεί
για πάντα να μη καυχιέται γι’ αυτό

~~~

Συμβαίνει με τους κακομαθημένους κομήτες
Δεν μπορούν να σηκώσουν τα μάτια τους
Δεν μπορούν να θυμηθούν την τροχιά τους
Βρίσκονται πάντα εκεί που δεν πρέπει
Με τις αστείες ουρές τους
Αναστατώνουν το νόμιμο σύμπαν

~~~

Αν είχαμε το νερό τον αέρα
Τις σωστές ατμοσφαιρικές συνθήκες
Εγώ κι οι φίλοι μου
Θα ‘μασταν ένα μπουκέτο ιδρωμένα τριαντάφυλλα
Αθάνατα
Με το άρωμα μας προκλητικό και τσαμπουκαλίδικο
Θα σπάγαμε τις μύτες των μέτριων καιρών
Θα ‘μασταν το πριν το τώρα και το μετά
Η ολόχρυση κι ανυπόμονη αιωνιότητα

~~~

Η νύχτα που διαρκεί με βασανίζει
Σφίγγει την καρδιά μου μ’ ολόμαυρες κορδέλες
Κι αυτή που δε θυμάται που ανήκει
Μόλις που προλαβαίνει να λευτερωθεί
                                      αν θυμηθεί

~~~

Έι σεις καταραμένα βατράχια
Βγάλτε για λίγο το σκασμό σας εκεί πάνω
Είμαστε δέκα φιλαράκια θαμμένα εδώ πέρα
Δυο μέτρα κάτω απ’ το ελαφρύ σας χώμα
Περιμένοντας
Πως και πώς να πεθάνουμε

~~~

ΟΛΟΙ ΒΡΗΚΑΝΕ ΛΥΣΗ  ΣΤΟΠ  ΤΡΩΝΕ ΗΣΥΧΟΙ ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ ΗΣΥΧΟΙ  ΣΤΟΠ  ΚΑΙ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΓΑΜΑΝΕ ΗΣΥΧΟΙ ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΜΥΡΙΣΤΟΥΝ ΠΩΣ ΕΧΕΙ ΤΟ ΤΑΛΕΝΤΟ ΝΑ ΑΝΕΧΤΕΙ ΛΙΓΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΤΟΥΣ ΣΠΕΡΜΑ  ΣΤΟΠ

~~~

Συγνώμη που οι λέξεις ήταν λέξεις
και δεν ήταν σφαίρες
κραυγές γλάρων
ή παιδικές μελωδίες

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Γιάννης Αγγελάκας - ...να σταθείς ξανά στα πόδια σου



Απόψε κανείς δε μπορεί να σε πείσει
Για κάποια ουσία που αναπνέει δήθεν
Πίσω απ’ τις μπαγιάτικες εικόνες
Δέξου τον πιο στεγνό ύπνο
Κι ως το πρωί εγώ θα σκαρφιστώ
Χίλιες αλλόκοτες ιδέες
Στιχάκια γνωμικά και μαγγανείες
Μπας και μπορέσεις να σταθείς
Ξανά στα πόδια σου



Π. Σιδηρόπουλος: για την ηρωίνη


Heroin στα αγγλικά, ηρωίδα είναι η μετάφρασή του στα ελληνικά. Γιατί βλέπεις ο άνθρωπος που την ανακάλυπτε το 1884, νόμιζε ότι είχε ανακαλύψει το φάρμακο που θα έσωζε τους μορφινομανείς. Επίσημα απαγορεύτηκε το 1920. Δεν είμαι και σίγουρος τώρα βέβαια για τις χρονολογίες, αλλά δεν πειράζει.

Έτσι ένας εν ενεργεία ηρωινομανής, ενώ όσο έχει τη δόση του είναι καλά, πολύ καλά, όταν δεν την έχει νομίζει ότι θα πεθάνει. Δεν έχει καμία αίσθηση χρόνου, ξεχνάει παρελθόν, παρόν και μέλλον, είναι πολύ συγκεχυμένα μέσα του. Έχει τόσο πολύ αντιφατικά συναισθήματα, που μέσα σε είκοσι λεπτά το μίσος και η αγάπη εναλλάσσονται με μεγάλη γρηγοράδα.

Για το φίλο; Δεν υπάρχει φίλος. Πουλάει και την ίδια του τη μητέρα για μια δόση. Ο φίλος και γενικά τα συναισθήματα αυτά είναι αφημένα στην κρίση της ηρωίνης. Πίσω δε απ' όλα αυτά, κρύβεται μια αιώνια απειλή, που ανήκει μόνο στην ηρωίνη. Έτσι λοιπόν κάποια στιγμή ο ηρωινομανής είναι μόνος του, αυτός και η ηρωίνη, κι ανάμεσά τους δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια απελπισμένη κραυγή. Γιατί σ' ότι μισεί, σ' ότι αγαπά, σ' ότι αισθάνεται είναι αυτός, αλλά ουσιαστικά είναι η ηρωίνη κρυμμένη από πίσω του.

Για εγώ; δεν χρειάζεται καν να μιλάει για εγώ, αυτός ο άνθρωπος άγνωστε νεαρέ. Γιατί ό,τι στεγανό είχε να προστατεύσει το εγώ του, έχει τρυπηθεί, έχει σπάσει, έχει ανοίξει, όπως ανοίγουνε οι φλέβες όταν τις κόβεις με το ξυράφι, όταν αυτοκτονείς ή όταν τις τρυπάς με τη σύριγγα για να πάρεις τη δόση σου.

Έτσι λοιπόν, καταλαβαίνεις ότι ο ηρωινομανής βαδίζει σ' ένα μονόδρομο που έχει μία και μόνη κατεύθυνση, όπου η αλήθεια και η ψευτιά παύουν να διαχωρίζονται, είναι το ίδιο πράγμα. Ακόμη το φως και το σκοτάδι, φτάνουν να είναι το ίδιο πράγμα.

Όσο για την ηρωίνη, ποτέ καθαρά δεν θα δεις κατά πόσο είσαι επηρεασμένος απ' αυτή ή όχι και κατά πόσο την έχεις ανάγκη. Αυτή παραμονεύει πάντοτε στη σκιά και όπως σου είπα είναι μονόδρομος, έχει μια καρδιά και μια παντιέρα. Γι' αυτό άγνωστε νεαρέ σε προειδοποιώ, είναι η ηρωίνη και να μην ξεχαστείς ποτέ να νομίζεις ότι την ελέγχεις, ότι ξέρεις τι ζητάς και το γιατί.

Στη χώρα που ζούμε την Ελλάδα, τυχαίνει το βίτσιο αυτό να είναι πάρα πολύ ακριβό. Έτσι ο ηρωινομανής πρέπει να είναι Μίδας, χρυσάφι. Επίσης, μ' όλα αυτά που σου είπα θα κατάλαβες ότι μόνο με μια υποταγή απέναντι σ' αυτό το βίτσιο μπορείς να επιβιώσεις. Επίσης πιστεύω να κατάλαβες ότι θέλει μια ειδική μεταχείριση. Θέλει ας το πούμε και αγάπη γιατί διαφορετικά θα σε σκοτώσει. Μην ξεχνάς ότι οι εχθροί σκοτώνουν. Θέλει λοιπόν μια αγάπη, μια ειδική μεταχείριση για να μη σε σκοτώσει, στα μέτρα τα δικά της. Γιατί στο λέω είναι επικίνδυνη, γιατί ο άνθρωπος, ο άγγελος, ο σωματοφύλακας, που τη φυλάει, είναι άγγελος θανάτου. Απ' την άλλη μεριά είναι γλυκιά, διαφορετικά δεν θα υπήρχε καν λόγος να σου γράφω αυτά που σου γράφω.

Αλλά θα 'χεις καταλάβει ήδη πόσο κλειστά είναι τα περιθώρια της. Δεν μπορεί φίλε κανείς να αισθανθεί χορτασμένος από την ηρωίνη. Συνέχεια θέλει και περισσότερο και περισσότερο και περισσότερο. Κι εν κατακλείδι το φιξάκι, φιξάκι άγνωστε νεαρέ, θα 'πρεπε να ξέρεις τι είναι, δεν είναι παρά μια στιγμή, αλλά όπως ήδη κατάλαβες, μπορεί να γίνει μια ολόκληρη ζωή.

(Απόσπασμα από τη "συζήτηση εν λευκό")



Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Κώστας Βάρναλης - Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου



Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.

Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!

Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.

Kαι ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ' όλα για όλα
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.

Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!

Aλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.

Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!

Δούλευε για να στουμπώσει
όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!

― Δε βαστάω! Θα πέσω κάτου!
― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!

K' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!

Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!

Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή),

η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...

Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!

Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!

Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ' αυτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.

Tότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:

― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο τον δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.

Άιντε θύμα, Άιντε ψώνιο,
Άιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρθει ανάποδα ο ντουνιάς.

Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσα, άλλη γη.


Απαγγέλει ο Κώστας Βάρναλης: 



Τραγουδά ο Νίκος Ξυλούρης: