Σαν πλουσιόπαιδο μεγάλωσα.
Οι γονείς μου κολάρο
μου φόρεσαν, μ’ έμαθαν
υπηρέτες νά ‘χω
και μου διδάξανε την τέχνη να δίνω διαταγές. Οταν
μεγάλωσα όμως, κι ολόγυρά μου κοίταξα,
δε μ’ άρεσαν οι άνθρωποι της τάξης μου,
ούτε να διατάζω και να μ’ υπηρετούν.
Τότε, την τάξη μου απαρνήθηκα και για συντρόφους πήρα
τους ταπεινούς ανθρώπους.
Ετσι
οι γονείς μου έναν προδότη ανάστησαν, του μάθανε
όλα τους τα κόλπα, κι αυτός
τα μαρτυράει στους εχθρούς τους.
Ναι, κάνω βούκινο τα μυστικά τους. Στέκομαι
στον απλό λαό ανάμεσα, και του εξηγώ
πως τονε κοροϊδεύουν. Και προμαντεύω τι θα γίνει,
γιατί
ξέρω καλά τα σχέδιά τους
(χαμένη δε πήγε δα η εκπαιδευσή μου)
Τα Λατινικά του πουλημένου τους παπαδαριού
τα μεταφράζω λέξη - λέξη στην απλή τη γλώσσα, και
τότε βλέπεις μονομιάς τι κουραφέξαλα είναι.
Κατεβάζω
τη ζυγαριά της Δικαιοσύνης τους και δείχνω
πως είναι κάλπικα τα ζύγια της. Και οι χαφιέδες
τους τρέχουνε
και τους λένε
πως κάθομαι μαζί με τους κατατρεγμένους
που ετοιμάζουν επανάσταση.
Να φρονιμέψω, μου μήνυσαν. Και μου πήραν
ό,τι με τη δουλειά μου είχα κερδίσει. Κι επειδή
μυαλό δεν έβαλα,
με κυνήγησαν, ψάξανε το σπίτι μου, αλλά
δε βρήκανε
παρά χαρτιά, που ξεσκέπαζαν
τις συνωμοσίες τους ενάντια στο λαό. Τότε
ξαμόλυσαν εντάλματα
κατηγορώντας με πως έχω ιδέες χυδαίες, με άλλα
λόγια:
τις ιδέες του «χυδαίου όχλου».
Όπου κι αν πάω, στιγματισμένος είμαι
στων δυνατών τα μάτια. Μα οι αδύναμοι
διαβάζουν τα εντάλματα και
άσυλο μου δίνουν λέγοντας:
«Εσένα σε κυνηγάνε
για δίκαιο σκοπό»
1938
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου