Δεν
μπορώ. Δε γίνεται να σηκωθώ. Δεν κοιμάμαι.
Ξημέρωμα.
Στερητικά.
Βαριά.
Πολύ. Εκ γονιδίου η χαρμάνα. Η ψυχολογική.
Σεντόνια
ύπνου αργά θροΐζουνε
αργά
με τυλίγουνε
πολύ
σιγά με πάνε
διάφανα
σχήματα
Νορμιζόν
ρευστές
μορφές
ρευστά
σχήματα περνούνε
ήρεμα
μεταξύ τους χαϊδεύονται
μέχρι
να σταθεροποιηθούν σουβλερά σαγόνια
σατανικών
πεθαμένων.
Όχι.
Κρυώνω. Ζεσταίνομαι.
Καυτό
πάγο στους κροτάφους μου βάζουν ν’ ανακουφιστώ…
Κοίτα!
Μαμά, κοίτα! Γελάνε!
Πως
λάμπουν τα δόντια τους! Α… χρυσές μασέλες φοράνε!
Πως
δεν τους τις έκλεψαν. Κατοχή έχουμε. 1940…
Σε
λίγο, μαμά, θα γεννηθώ. Κι ο πατέρας
στην
αυλή, κάτω στον βοτανικό, με τη μάνικα
με
μεγάλη πίεση, με το νερό, θα με πνίξει…
Πλάι
μου, με γυρισμένη την πλάτη
να
μην τηνε δώ, η Παναγία μου κάνει πως κοιμάται…
Στο
νερό που φοβάμαι έρπω…
Πνίγομαι.
Γι
αυτήν μόνο.
Καθρεφτίζομαι
στον καθρέφτη
ηδονίζομαι
με το στόμα μου
που
‘χει κολλήσει στ’ αυτί μου.
Άλλο
τίποτα. Τίποτ’ άλλο δε βλέπω.
Η όρασή
μου: στόμα κι αυτί.
Φύσα,
μαμά
μαμά,
φύσα… φ… φ…
φύσα
να σβήσει το κόκκινο φως
ψηλά
στην πόρτα
στον
θάλαμο
στο
καμαρίνι
εκείνο
σου λέω το φως
στη
Σελήνη μου.
Μου
σηκώνει κύματα οργής
κύματα
πανικού
σβήσ’
το τώρα
τώρα,
μαμά.
"Με λένε οδύσσεια", 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου