Δε
μπαίνω σε λεωφορείο. Δε τα μπορώ. Δε γίνομαι ψάρι σε κονσέρβα εγώ. Γι αυτό και
δεν πολυμετακινούμαι. Και κόλλησα Εξάρχεια. Και πηγαίνω με τα πόδια. Το
προτιμάω με τα πόδια. Και στου διάολου τη μάνα με τα πόδια, κι ας έχω και το
πιτσιρίκι. Πάντως τυχαίνει και το παραβαίνω τούτο δω καταναγκαστικά, καμιά
φορά.
Όπως
και τότες που θυμάμαι μπήκα μια φορά στον ηλεκτρικό καπνίζοντας τσιγάρο.
Πετάγεται μια κλώσσα, μια καρακάξα γκιόσα και μου λέει να το σβύσω γιατί
απαγορεύεται. “Κυρία μου”, της λέω, “εάν σας ενοχλεί το τσιγάρο θα το σβύσω,
γιατί δε θα το ‘θελα ποτέ να ενοχλώ το διπλανό, αλλά ετούτο το «απαγορεύεται»
ποτέ δεν το κατάλαβα, ποτέ μου δε το χώνεψα. Καθότι το μυαλό μου είναι λειψό
και φτάνει μέχρι τόσο. “Απαγορεύεται”, μου λέει, “Είναι διαταγή εκ της Αστυνομίας”,
και “θα καλέσω την Αστυνομία, χίπυ, αλήτη, γύφτε βρωμερέ. Και μίασμα της
κοινωνίας”.
Και
τότες άναψα και ‘γω κι αφού το είπα φωναχτά πως δε τα χάφτω τούτα εγώ, και πως
δε δέχομαι Αστυνομία ‘γω, παπάδες, δικαστές, καθηγητές και βάλε και δε μπορεί
μια κλώσσα, μια καρακάξα γκιόσσα να με καταστείλλει και την παρακαλώ να το
βουλώσει, γιατί είμαι και τρελλός με δίπλωμα κι αν αυτή έχει την τσιρίδα εύκολη
εγώ σαν θέλω ουρλιάζω σαν τον Ταρζάν.
Είπα
αυτό που ήτανε, είπα την αλήθεια. Μόνο που την έριξα κατάμουτρα, πως ήτανε μια
κλώσσα, μια καρακάξα γκιόσα.
Και
πέσανε επάνω τα θηρία, όχι στη γκιόσσα αλλά σε με, να προστατέψουν δυστυχώς το
ασθενές, και την τιμή και την υπόληψη της κυρίας καρακάξας, της οποιαδήποτε
κατίνας με μουνί, κι ας ήτανε η ίδια
θωρηκτό, διπλή στα κιλά από εμέ.
Αλλά
τι να περιμένεις από αυτούς που δε το βρήκαν το μουνί ποτές, παρά μονάχα στο
μπουρδέλλο και περιμένουν στην ουρά και χύνουνε σε δυο λεπτά. Όπως και τότε που
τους βάζαν στο στρατό να γαμάνε τα τσουβάλια και να φωνάζουν όλοι τους στρατιωτικά
το πως καυλώνουνε μ’ αυτά και χύνουνε για την πατρίδα. Της πατρίδας μας η
παρθενιά και τα τσουβάλια. Και έγραψε ο Καλιαρντάρης ο Πετρόπουλος εκείνο το
“Μπουρδέλο” και τρέχουν όλοι μα όλοι παλαβοί να το αγοράσουνε. Όπως ανοίγουνε
σαν παλαβοί τα αθλητικά για να διαβάσουν τον αγώνα, που τον είδαν με τα μάτια
τους, τον είδαν και τον ξέρουν. Όλοι στο τριπ του δύστυχου του σκύλου... με το
κουδουνάκι και το φαί. Με το κουδουνάκι σας μαντρώνουν.
Θαυμάζω
το κουράγιο σου τυχαία άσχετη πουτάνα. Εσύ καταναγκάστηκες κι αντί να είσαι πιο
καθαρή από την άλλη τη λεχρή μικροαστή τη φεμινίστρια κουφάλα την
“καταπιεσμένη” που έδεσε το γάιδαρο και υπανδρεύθη και στέλνει το χαμάλη για
δουλειά, και δεν πλένει και τα πιάτα, διότι της είναι ταπεινωτικό, και τον
βάζει και τα πλένει αυτός καμιά φορά και πάντα είναι κουρασμένη στο κρεβάτι και
τον στέλνει στο μπορντέλλο.
Τουλάχιστον
εσύ ξαλαφρώνεις έστω κι έτσι αυτόν τον φουκαρά μα και μαλάκα φυσικά. Αλλά κρίμα
δυστυχώς για σένα και για μένα δε συμβαίνει ούτε αυτό. Γιατί σαν πέρασα τυχαία
μια φορά έξω απ’ το μπορντέλλο, είπα με τους φίλους και τις φίλες μου να μπω
στο έτσι για την πλάκα για να δω τι γίνεται. Αλλά σε βρήκα δυστυχώς και σένα με στολή, φορούσες φόρμα
γκριζωπή. Φαίνεται την είδες όπως όλοι τη δουλειά πολύ εργατικά.
Αλλά
ας επανέλθω. Επειδή τους είπα πως είμαι ο Ταρζάν, και ήμουν ο Ταρζάν εκείνη τη
στιγμή, το επεισόδιο έληξε ειρηνικά και κάπνισα και ειρηνικά και το τσιγάρο,
και το ‘σβησα στο πάτωμα. Αλλά το πράγμα δεν έληξε εδώ, γιατί δε βρέθηκε
κανένας να καπνίσει. Ούτε να πάρει θέση. Και υπήρχαν και φρικιά εκεί και
υπήρχαν και κομμουνιστές και υπήρχαν και αναρχικοί. Όλοι τους μουρμούρηδες
βουβοί.
Αλλά
τι να περιμένεις από τα ψάρια. Τα ψάρια τα κλεισμένα σε κονσέρβα.
Πάντως
το επεισόδιο μου θύμισε πολύ τους Κρητικούς. Όπου σ’ όλα τα λεωφορεία της
γραμμής κρεμάσανε ταμπέλα “Απαγορεύεται το κάπνισμα”. “NO SMOKING” κτλ.
Και
σου πετάνε τα μπαγκάζια απ’ τους σταθμούς, γιατί δε δέχονται σκουπίδια αλητών
εκεί. Και είναι προοδευτικοί, και είναι μάγκες και αλάνια. Κι έχουνε και
σουγιάδες, ρόπαλα και πυροβόλα όπλα, αλλά κινδυνεύεις να σε καθαρίσουν γιατί η
κόρη σου κυκλοφορά χωρίς βρακί κι ας είναι τέσσερων (4) χρονώ, και φαίνεται
τους άναβε τα αίματα! Τόση τους είναι η στέρηση η σεξουαλική. Και είναι
προοδευτικοί! Όπως οι νέοι εκλεγμένοι Δημαρχιακοί που τα κατάφεραν κι αυτοί να
περιφράξουν τις πλατείες και τα πάρκα (Πλάκα και αλλαχού). Και να διώξουν τους
αλήτες από κει και ν’ ανάβουνε και φώτα στο Μουσείο.
Αλλά
τι κάναμε εμείς. Καθίσαμε και τα φάγαμε. Και δεν αντέδρασε κανείς σε τούτο το
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ...
Όπως
και τότε που τα έβαλα με κνίτες, ολόκληρο στρατό,
και
τους έλεγα πως δεν αρκούν “Να έρθετε τρακόσιοι για να με διαλύσετεε” και σύ μου
κράταγες το μπράτσο και ψιθύρισες “Ησύχασε τα πράγματα δεν είναι ακόμη ώριμα”.
“Ώριμα;
Μα πότε θα ‘ναι ώριμα; Πότε υπήρξαν ώριμα;” Κάντο λοιπόν, άδραξε τη στιγμή και
κάντο τώρα για πάντα και ποτέ. “Αύριο; Μα δεν υπάρχει αύριο! Θα ‘χεις πεθάνει
αύριο! Αύριο η φλόγα σβύνει!...
Απο το βιβλίο "Αναζητώντας κροκανθρώπους"
2 σχόλια:
Αναρωτιέμαι αν οι Κροκάνθρωποι βρέθηκαν ποτέ...
Ζούνε, περνάνε από μπροστά σου.
Φωνάζουν διακριτικά για βοήθεια.
Μα δεν τους βλέπουν.
Δεν τους ακούν.
(http://lazaridis.com/505.html)
Δημοσίευση σχολίου